Από τους χρόνους τους παλιούς τοχω βαθύ μεράκι να βρω το μαγισσάκι Τ’ άπιαστο σα αερικό στη εμορφιά του Μάης που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου εκάεις Ο.Ε
Δε σε πτόησαν οι Πιλάτοι, ουτ’ ο καιρός που ειν’ εγγύς, εσύ στων ουρανών τα πλάτη κι εμείς παρείσακτοι της γης. Απόσπασμα από τη Μεγάλη Τρίτη του Ν. Γκάτσου
Φοράς τα πάθη σου αγκαθινο κολιέ και σε ματώνει του Αυγούστου η βαρκαρόλα ποια είσαι απόψε δεν σε γνώρισα ποτέ , έτσι κι αλλιώς στην φαντασία μου ήταν όλα Άλκης Αλκαίος
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα Τους μακρινούς φάρους,τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου Τις νύχτες(1)
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε το σπίτι μας και τη ζωή μας Πάνω στ’ ανώφλια είναι η καπνιά απ’ τα κεριά του Πάσχα μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος με υπομονή και περηφάνεια. Γ.Ρίτσος
Κι εγώ που αγάπησα τόσο τη θάλασσα Κι εγώ που αγάπησα τα πλοία που σφυρίζουνε στη βραδινή ομίχλη Κι εγώ που ήμουνα πάντα ένα μαντήλι στο ψηλότερο κατάρτι Κι εγώ που αγκάλιασα το κάθε τι που πέρασε μπροστά μου Αυτήν που ζητούσα δεν τη συνάντησα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα.